ανθοκομία

ανθοκομία
Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει στην ιταλική Ριβιέρα και στην Κυανή Ακτή για τα γαρίφαλα και τα τριαντάφυλλα και στην Ολλανδία για τις τουλίπες και γενικά τα βολβώδη καλλωπιστικά φυτά. Ο ανθοκόμος πρέπει να διαθέτει μεγάλη πείρα, καθώς όλα τα είδη φυτών δεν είναι κατάλληλα για όλους τους τύπους εδάφους. Το έδαφος, έδρα και στήριγμα των φυτών, ανάλογα με τη φύση του, καθορίζει την εκλογή των ειδών που είναι δυνατόν να καλλιεργηθούν σε αυτό. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όταν δηλαδή δεν είναι απαραίτητο η καλλιέργεια να γίνεται σε αγρό, όπως π.χ. για τις καλλιέργειες σε γλάστρα, μπορεί να προετοιμάζεται το κατάλληλο χώμα για τις απαιτήσεις και τη μελλοντική ανάπτυξη του φυτού. Άλλη σημαντική καλλιεργητική φροντίδα είναι το πότισμα, που πρέπει να ρυθμίζεται ανάλογα με το είδος, την ποικιλία, την ανάπτυξη των φυτών και την περίοδο βλάστησης. Για την ανάπτυξη και την άνθηση των φυτών, ανάλογα με τον καθορισμένο σκοπό της καλλιέργειας και για να σχηματίζονται ωραία και εντυπωσιακά άνθη, είναι χρήσιμο να γίνεται κορφολόγημα (αφαίρεση των οφθαλμών της κορυφής του φυτού) ή, ανάλογα με την περίπτωση, να αφαιρούνται οι πλαϊνοί οφθαλμοί. Οι επεμβάσεις αυτές γίνονται στα ποώδη φυτά (γαρίφαλα, χρυσάνθεμα κλπ.), ενώ το κλάδεμα έχει ουσιαστική σημασία για την καλή άνθηση των ξυλωδών, δεντρωδών και θαμνωδών φυτών (όπως οι τριανταφυλλιές, οι πασχαλιές κλπ.). Επιπλέον, ο ανθοκόμος πρέπει να έχει στη διάθεσή του πολλά εργαλεία και σύνεργα: ραντιστήρες, ψαλίδες για κλάδεμα, μαχαίρια εμβολιασμού, γλάστρες, κασόνια για σπορεία και μεταφυτεύσεις και, τέλος, θερμοκήπια. Πολύ μεγάλη σημασία για την α. έχει ο πολλαπλασιασμός των φυτών που καλλιεργούνται για τα άνθη τους. Ο πιο φυσικός τρόπος πολλαπλασιασμού είναι η σπορά. Ωστόσο, όταν τα καλλιεργούμενα φυτά δεν μπορούν να αναπαραγάγουν τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα με σπόρους, εφαρμόζεται συχνά o αγενής πολλαπλασιασμός: μοσχεύματα, καταβολάδες, εμβολιασμός. Αυτή η τεχνική εφαρμόζεται για τη βελτίωση νέων ποικιλιών, την απόκτηση ευρωστίας σε ορισμένα είδη και την αύξηση ή τον περιορισμό της ανάπτυξης μερικών φυτών. Στην Ελλάδα, τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, η α., που ήταν ανεπτυγμένη μόνο στην περιοχή της Αττικής, κάλυπτε περίπου 600 στρέμματα, με καθυστερημένη τεχνική καλλιέργειας και χαμηλή, ποιοτικά και ποσοτικά, παραγωγή. Μεταπολεμικά, με τη βαθμιαία άνοδο του οικονομικού και πολιτιστικού επιπέδου, άρχισε να αναπτύσσεται προοδευτικά και η α. με αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, εισαγωγή νέων βελτιωμένων ειδών και ποικιλιών από το εξωτερικό, βελτίωση της τεχνικής της καλλιέργειας και των μέσων παραγωγής λουλουδιών υπό προστασία (θερμοκήπια, πολλαπλασιαστήρια κλπ.) και, τέλος, με την οργάνωση αξιόλογων ανθοκομικών εκμεταλλεύσεων. Περιζήτητα είναι τα φυτά που ανθίζουν εκτός εποχής σε θερμοκήπια, όπου δημιουργούνται κατάλληλες συνθήκες. Η ανθοκομία σε μερικές περιοχές έχει λάβει βιομηχανικό χαρακτήρα, όπως στη συγκεκριμένη καλλιέργεια γαρίφαλων στην Κυανή Ακτή (φωτ. Γαλλικού Τουρισμού).
* * *
η
ο κλάδος της Γεωπονίας που ασχολείται με την καλλιέργεια και τη βελτίωση των φυτών με σκοπό τη βελτίωση και τον καλλωπισμό του περιβάλλοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον φιλόλογο και αρχαιολόγο Στέφανο Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανθοκομία — ανθοκομία, η και ανθοκομική, η κλάδος της κηποκομίας που ασχολείται με την καλλιέργεια λουλουδιών και καλλωπιστικών θάμνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθοκομικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την ανθοκομία 2. το θηλ. ως ουσ. ανθοκομική η ανθοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοκομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στο περιοδικό σύγγραμμα Γεωργική πρόοδος] …   Dictionary of Greek

  • ανθοκομώ — (Α ἀνθοκομῶ, έω) νεοελλ. καταγίνομαι με την ανθοκομία αρχ. παράγω άνθη …   Dictionary of Greek

  • ανθοκόμος — ο (Α ἀνθοκόμος, ον) νεοελλ. αυτός που ασχολείται με την ανθοκομία, με την καλλιέργεια καλλωπιστικών φυτών αρχ. επίθ. 1. στολισμένος με άνθη 2. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος …   Dictionary of Greek

  • ανθώνας — ο (Μ ἀνθών) 1. μέρος όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται άνθη, ανθόκηπος 2. έκταση που χρησιμοποιείται για ανθοκομία, αλτάνα …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • βουτυροκομία — η η παρασκευή βουτύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτυροκόμος (πρβλ. ανθοκομία). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ερεικόχωμα — το βοτ. χώμα που σχηματίζεται γύρω από τη ρίζα τής άγριας ερείκης από την αποσύνθεση τών διαφόρων μορίων της και χρησιμοποιείται στην ανθοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. ερείκη + χώμα] …   Dictionary of Greek

  • καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”